ΜΕΛΕΤΕΣ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΤΑ ΜΑΔΕΜΟΧΩΡΙΑ
Μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας των μεταλλείων αποτελεί το ιστορικό της προσπάθειας να διαχειριστούν τα μεταλλεία οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών, των λεγόμενων Μαδεμοχωρίων. Ο έγκριτος αρχαιολόγος Ιωακείμ Παπάγγελος μας παρουσιάζει τεκμηριωμένα αυτή την ιστορία στα πρακτικά του Συμποσίου «Η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία», το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1988.
Οι πρώτες σαφείς ιστορικές μαρτυρίες για μεταλλευτική δραστηριότητα στο ΒΑ τμήμα της Χαλκιδικής είναι μόλις του 1346, αν εξαιρέσουμε την επιβίωση του τοπωνυμίου «Σιδηροκαύσια», το όποιο από το 866 και εξής αναφέρεται συνεχώς.
Η περίοδος της μεγάλης ακμής των μεταλλείων πού μας απασχολούν αρχίζει με την κατάκτηση της περιοχής από τούς Τούρκους. Από ένα «τεφτέρι» των μέσων του 15ου αι μαθαίνουμε ότι τα Σιδηροκαύσια ήταν ήδη «χάσι» του Σουλτάνου, όπως εξακολούθησαν να είναι μέχρι τον 19ο αι. Στον Σουλτάνο ανήκαν και οι εγκαταστάσεις των πλυντηρίων και των καμινεύσεων. Το νομικό πρόσωπο πού εκπροσωπούσε τον Σουλτάνο στην περιοχή του μεταλλείου ήταν το «μπεηλίκι».
Το μεταλλείο και οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας εκμισθώνονταν, με μία ειδική διαδικασία, σε φυσικά πρόσωπα τα οποία είχαν την υποχρέωση της οργανώσεως της παραγωγής σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Επιπλέον ήταν υποχρεωμένα να πωλήσουν το παραγόμενο μετάλλευμα στους εκπροσώπους του Σουλτάνου, ο όποιος είχε και το μονοπώλιο των πολυτίμων μετάλλων. Παρόμοιο καθεστώς ίσχυε και για τα καμίνια.
Το σημαντικότερο διοικητικό όργανο για το θέμα πού μας απασχολεί θα πρέπει να θεωρηθεί το Sabor, δηλαδή «η Σύναξη» του μεταλλείου. Αποτελείτο από τούς κατόχους των «μετοχών». Είχε αρμοδιότητες δύο φύσεων: τον καθορισμό των περισσοτέρων από τούς κανόνες λειτουργίας του μεταλλείου και την εκδίκαση των διαφορών οι όποιες ανέκυπταν μεταξύ των παραγωγών. Η συνεχής και μακροχρόνιος λειτουργία της Σύναξης θα πρέπει να λειτούργησε και σαν περίοδος προπαιδείας συλλογικής δραστηριοποίησης στην συνείδηση εκείνων οι όποιοι είχαν άμεση σχέση με την εν γένει διαδικασία της παραγωγής. Ένα μεγάλο μέρος από αυτούς ήσαν οι εργαζόμενοι στις στοές, στα πλυντήρια και στους φούρνους, οι όποιοι είχαν άμεση και συνεχή επαφή με τούς εργοδότες τους, δηλαδή τα μέλη της Σύναξης. και είναι αυτονόητο ότι οι εργάτες ήσαν, κυρίως, κάτοικοι της περιοχής.
Όταν ή παραγωγή του μεταλλείου έπεσε σε επίπεδα ασύμφορα για τούς συνήθεις εκμισθωτές, τότε ήταν πολύ φυσικό οι κάτοικοι της περιοχής να δείξουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την συνέχιση της λειτουργίας του μεταλλείου. Ας μην λησμονούμε ότι εάν το μεταλλείο θα σταματούσε την λειτουργία του, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να ισχύουν και τα ειδικά φορολογικά και άλλα προνόμια τα όποια απολάμβαναν οι κάτοικοι των μεταλλευτικών χωριών, θεσπισμένα ήδη από την εποχή του Μουράτ Β’.
Το 1705, σε μία περίοδο σοβαρής κρίσεως του μεταλλείου, […οι κάτοικοι των χερσονήσων Αγίου "Όρους και Λόγγου, οι ραγιάδες των χωρίων Νικήτης, 'Αγίου Νικολάου και Σταυρόν και οι ραγιάδες του δήμου Μαντεμοχωρίων εζήτησαν όπως, εκδιδομένου υψηλού φιρμανίου, παραχωρηθεί αυτοίς η εκμετάλλευση του μεταλλείου Μαντεμοχωρίων υπό τον όρον, όπως οι εκ του δήμου Μαντεμοχωρίων μισθούμενοι συνήθεις εργάται πληρώνεται τα ημερομίσθιά των, ως είθισται, χωρίς να αυξηθούν ή μειωθούν ταύτα…].
Πρόκειται για την πρώτη γνωστή απόπειρα να αναληφθεί ή λειτουργία του μεταλλείου συλλογικώς από τα χωριά της περιοχής. Δεν γνωρίζουμε ποιό ήταν το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, φαίνεται όμως oτι πολύ σύντομα επανήλθε το προϋπάρχον καθεστώς εκμεταλλεύσεως.
Το 1775 γίνεται νέα απόπειρα για την ανάληψη του μεταλλείου από τα χωριά. Από δημοσιευμένη περίληψη του σχετικού φιρμανιού μαθαίνουμε ότι «οι μεταλλευταί, τα εις το μεταλλείον προσηρτημένα χωρία και οι ραγιάδες» αναλαμβάνουν αλληλεγγύως να καταβάλλουν το ετήσιο δημόσιο έσοδο από το μεταλλείο, το μίσθωμα και την εγγύηση και επιπλέον «να παραδίδουν κατ’ έτος εις το αυτοκρατορικόν νομισματοκοπείον 400 οκάδες αργύρου προς 80 γρόσια την οκά και 500 στατήρας με την κρατικήν τιμήν».
Η έλλειψη πηγών μας εμποδίζει να πληροφορηθούμε την συνέχεια πού είχε και αυτή η απόπειρα. Από άλλες όμως πηγές μαθαίνουμε ότι στην περιοχή έχει διαμορφωθεί πλέον ένα ιδιότυπο καθεστώς: στην υπηρεσία του μεταλλείου έχουν «προσκυρωθεί» δώδεκα χωριά, τα Μαδεμοχώρια, τα όποια είναι υποχρεωμένα να προσφέρουν εργάτες για την λειτουργία του.
Όταν το 1793 ο Κουζινερί επισκέπτεται την περιοχή, ή κατάσταση εξακολουθεί να είναι ίδια. Το 1800, ο Άγγλος περιηγητής Hunt περιγράφει παρόμοια κατάσταση. Το 1806 ο Leake επισκέφτηκε την περιοχή και μας δίδει σημαντικές πληροφορίες γι’ αυτήν. Αναφέρεται σε δώδεκα «ελευθεροχώρια», όπως τα ονομάζει, τα οποία διοικούνται από τον Μαδέμ-αγά, ο οποίος έχει και την διοίκηση του μεταλλείου. Τα χωριά αυτά είναι: η Γαλάτιστα (Ανθέμους), ο Βάβδος, η Ριανά, ο Στανός, η Βαρβάρα, η Λιαρέγκοβα (Αρναία), το Νοβόσελο (Νεοχώρι), ο Ίσβορος (Στρατονίκη), η Χωρούδα, τα Ρεβενίκια (Μεγ. Παναγία), η Ιερισσός και ο Μαχαλάς (Στάγειρα) που ήταν και η πρωτεύουσα των Μαντεμοχωρίων. Δεν έχουμε καμιά πληροφορία από τον προσεκτικό και ακριβολόγο Leake για κάποια ειδική σχέση (νέου τύπου, ως προς τα όσα μέχρι στιγμής γνωρίσαμε) των χωριών με το μεταλλείο. Απλώς μας πληροφορεί ότι ο Μαδέμ-αγάς «πληρώνει στην Πύλη 120 πουγγιά και 200 οκάδες ασήμι για τον ‘μουκατά’ [σ.σ. φόρος προϊόντων] των χωριών και των ορυχείων. Άλλα καθώς δεν βγάζει ποτέ πάνω από 100 οκάδες από τα ορυχεία, είναι υποχρεωμένος να πληρώσει την διαφορά σε χρήμα. Αυτό το κατορθώνει μέσω των Ελλήνων των Σιδεροκαυσίων, οι όποιοι είναι ευχαριστημένοι να συμπληρώνουν το έλλειμμα, για τα πλεονεκτήματα πού έχουν με το να υπάγονται στην διοίκηση των μεταλλείων».
Από ότι πληροφορούμεθα λοιπόν από τις μέχρι σήμερα γνωστές πηγές, τα λεχθέντα περί της «συνομοσπονδίας των Μαδεμοχωρίων» για το χρονικό διάστημα μέχρι το 1806, δεν στηρίζονται σε ιστορικά τεκμήρια. Η μόνη γνωστή πηγή ή οποία αναφέρει την εκμετάλλευση του μεταλλείου από τούς «ραγιάδες κατοίκους του μεταλλείου» είναι ένα φιρμάνι του Νοεμβρίου του 1820. Από αυτό βλέπουμε ότι το πρώτο με ασφάλεια γνωστό έτος της μισθώσεως του μεταλλείου από τα Μαδεμοχώρια είναι μόλις το 1819. Πριν από τη χρονιά αυτή δεν έχουμε καμιά άλλη μαρτυρία, παρά μόνον ότι κάποια χωριά είχαν την υποχρέωση να προσφέρουν εργάτες για τα μεταλλεία. Από δύο επιστολές που υπάρχουν στο αρχείο της Μονής Χελανδαρίου του Αγίου Όρους, βλέπουμε ότι ο όρος πού χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι οι Μαδεμοχωρίτες για την ένωσή τους ήταν «Κοινόν του Μαδεμίου». Την οργανωτική δομή του Κοινού την γνωρίζουμε, κυρίως, από τον Παπαρρηγόπουλο.
Ως προς τούς λόγους οι όποιοι προκάλεσαν την ανάληψη της λειτουργίας του μεταλλείου από το Κοινό, μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για μία ιστορική σύμπτωση: το Κράτος ήθελε πάση θυσία να συνεχιστεί ή παραγωγή αργύρου και οι χωρικοί της περιοχής ήθελαν να διατηρήσουν τα αρχαία προνόμιά τους.
Το «Κοινό του Μαδεμίου» έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821 ως νομικό πρόσωπο. Τον Αύγουστο του 1821 τα Μαδεμοχώρια κατεστράφησαν από τούς προελαύνοντες Τούρκους και όσοι Μαδεμοχωρίτες γλύτωσαν κατέφυγαν στο Άγιο Όρος και στα νησιά. Το «Κοινόν του Μαδεμίου» διαλύθηκε και είναι απίθανο να λειτούργησε και πάλι στην μορφή της περιόδου 1819-1821, όσον αφορά την διαχείριση του μεταλλείου.