ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ & ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Η εκμετάλλευση των μεταλλείων ξαναρχίζει κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Μεταλλευτικό κέντρο της περιοχής την περίοδο αυτή είναι τα «Σιδηροκαύσια» (κοινώς Σιδερόκαψα), τότε ονομασία της περιοχής βόρεια από τον Ίσβορο, η σημερινή Στρατονίκη. Το τοπωνύμιο Σιδηροκαύσια απαντάται για πρώτη φορά τον 9ο αιώνα. Οι πρώτες σαφείς ιστορικές μαρτυρίες για την μεταλλευτική δραστηριότητα της περιοχής χρονολογούνται το 1346.
Η περίοδος της μεγάλης ακμής των μεταλλείων αρχίζει με την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους που πρέπει να παγιώθηκε μεταξύ των ετών 1409 και 1425. Ο πρώτος γνωστός κανονισμός λειτουργίας τους εκδόθηκε από τον Μουράτ Β’ (1421 – 1451) και ακολούθησε ο κανονισμός του διαδόχου του, Μωάμεθ του Πορθητή.
Από ένα «τεφτέρι» του 15ου αιώνα μαθαίνουμε τη διοικητική οργάνωση της εκμετάλλευσης. Τα Σιδηρόκαυσια ήταν «χάσι» του Σουλτάνου. Σε αυτόν ανήκαν οι εγκαταστάσεις των πλυντηρίων και των καμινεύσεων. Το νομικό πρόσωπο που εκπροσωπούσε τον Σουλτάνο στην περιοχή του μεταλλείου ήταν το «μπεηλίκι». Το μεταλλείο και οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας εκμισθώνονταν με ειδική διαδικασία σε φυσικά πρόσωπα τα οποία είχαν την υποχρέωση της οργανώσεως της παραγωγής σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Ένα φρέαρ παραγωγής χωριζόταν σε 64, 66 ή 68 τμήματα, σχετικά ανάλογα με τις μετοχές των σημερινών εταιριών. Οι κάτοχοι των «μετοχών» μπορούσαν να τις πωλήσουν, μπορούσαν, ακόμη να τις υποθηκεύσουν ή να τις εκμισθώσουν, όχι όμως να τις μεταβιβάσουν δια διαθήκης. Επιπλέον, ήταν υποχρεωμένοι να πουλήσουν το παραγόμενο μετάλλευμα στους εκπροσώπους του Σουλτάνου, που είχε και το μονοπώλιο των πολύτιμων μετάλλων. Παρόμοιο καθεστώς ίσχυε και για τα καμίνια. Το σημαντικότερο διοικητικό όργανο θεωρούνταν το Sabor, δηλαδή «Η Σύναξις» του Μεταλλείου, την οποία αποτελούσαν οι κάτοχοι των «μετοχών». Η συνεχής και μακροχρόνια λειτουργία της «Σύναξης» λειτούργησε, μεταξύ των άλλων, και σαν περίοδος προπαιδείας συλλογικής δραστηριοποίησης στη συνείδηση εκείνων, οι οποίοι είχαν άμεση σχέση με την γενικότερη παραγωγική διαδικασία. Ένα μεγάλο μέρος από αυτούς αποτελούσαν οι εργαζόμενοι στις στοές, στα πλυντήρια και τους φούρνους, οι οποίοι είχαν στενή επαφή με τους εργοδότες τους, δηλαδή τα μέλη της «Σύναξης». Είναι αυτονόητο ότι οι εργάτες ήταν, κυρίως, κάτοικοι της περιοχής.
Όταν η παραγωγή του Μεταλλείου έπεσε σε επίπεδα ασύμφορα για τους συνήθεις εκμισθωτές, τότε ήταν φυσικό οι κάτοικοι να δείξουν οι ίδιοι ενδιαφέρον για τη συνέχιση της λειτουργίας του Μεταλλείου. Η διακοπή της μεταλλευτικής δραστηριότητας θα σήμαινε στέρηση της προσωπικής, πνευματικής πολιτιστικής και οικονομικής ελευθερίας, αφού δε θα ίσχυαν πια τα ειδικά φορολογικά και άλλα προνόμια που απολάμβαναν οι κάτοικοι των μεταλλευτικών χωριών, θεσπισμένα, ήδη, από την εποχή του Μουράτ του Β’. Το 1705 γίνεται η πρώτη προσπάθεια να αναληφθεί η λειτουργία του μεταλλείου συλλογικώς από τα χωριά της περιοχής χωρίς επιτυχία. Το 1775 γίνεται νέα απόπειρα και από φιρμάνι της εποχής μαθαίνουμε ότι «οι μεταλλευταί, εις το μεταλλείο προσαρτημένα χωρία και οι ραγιάδες», αναλαμβάνουν αλληλεγγύως να καταβάλλουν εις το αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο 400 οκάδες αργύρου. Στην περιοχή έχει διαμορφωθεί ένα ιδιότυπο καθεστώς όπου στην υπηρεσία του μεταλλείου έχουν προσκυρωθεί 12 χωριά, «τα Μαδεμοχώρια» τα οποία είναι υποχρεωμένα να προσφέρουν εργάτες για την λειτουργία του.
Το 1806 ο Άγγλος περιηγητής W.M.Leake αναφέρεται σε δώδεκα «Ελευθεροχώρια», όπως τα ονομάζει, τα οποία διοικούνταν από τον Μαδέμ Αγά, που είχε και την διοίκηση του Μεταλλείου. Πρόκειται για τα γνωστά Μαδεμοχώρια. Ο Αγάς «πληρώνει στην πύλη 120 πουγκιά και 200 οκάδες ασήμι για τον μουκατά των χωριών και των ορυχείων. Αλλά καθώς δεν βγάζει ποτέ πάνω από 100 οκάδες από τα ορυχεία, είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τη διαφορά σε χρήμα. Αυτό, το κατορθώνει μέσω των Ελλήνων των Σιδηροκαυσίων, οι οποίοι είναι ευχαριστημένοι να συμπληρώνουν το έλλειμμα, για τα πλεονεκτήματα που έχουν με το να υπάγονται στη διοίκηση των Μεταλλείων». Επιπλέον τα 12 Μαδεμοχώρια είχαν ενιαία διοίκηση, σύμφωνα με τη διαδεδομένη διοικητική πρακτική της εποχής. Παρόλα αυτά, το πρώτο ασφαλώς γνωστό έτος της μισθώσεως του Μεταλλείου είναι μόλις το 1819. Οι λόγοι που προκάλεσαν την ανάληψη της λειτουργίας του μεταλλείου είναι ότι οι μεν κάτοικοι των Μαδεμοχωρίων ήθελαν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους και το κράτος ενδιαφέρονταν για τη συνέχιση της παραγωγής αργύρου.
Το «κοινόν του Μαδεμίου» έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1821 ως νομικό πρόσωπο. Τον Αύγουστο του 1821 πυρπολείται «το μπεϊλίκι του Κάστρου Ισβόρου» από τους ντόπιους και λίγες μέρες αργότερα τα Μαδεμοχώρια καταστρέφονται από τους προελαύνοντες Τούρκους και όσοι Μαδεμοχωρίτες γλύτωσαν κατέφυγαν στο Άγιο Όρος και τα νησιά. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι από τις 545 οικογένειες των παροίκων στη Σκόπελο, οι 113 ήταν από την Χαλκιδική από τις οποίες οι 43 από τα Μαδεμοχώρια. Το «κοινόν του Μαδεμίου» διελύθη και δεν λειτούργησε ξανά στη μορφή της περιόδου 1819 – 1821.