ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
Η ΜΟΝΗ ΖΥΓΟΥ
Η Μονή Ζυγού είναι ένα παλιό αγιορείτικο μοναστήρι το οποίο ιδρύθηκε στα μέσα του 10ου αιώνα και καταστράφηκε λίγο πριν από το 1198. Βρίσκεται περίπου 2 χιλιόμετρα ανατολικά της Ουρανούπολης Χαλκιδικής, ακριβώς έξω από τα όρια του Αγίου Όρους, σε μια θέση γνωστή και ως Φραγκόκαστρο. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι βρίσκεται μόλις σαράντα μέτρα έξω από την σημερινή οριογραμμή του Αγίου Όρους. Σύμφωνα με στοιχεία φαίνεται να είναι από τα αρχαιότερα μοναστικά ιδρύματα της Αθωνικής χερσονήσου και ήρθε στο φως από την σκαπάνη του γνωστού αρχαιολόγου Ιωακείμ Παπάγγελου μετά από έρευνα το 1984.
Όταν ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ο ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας, πρωτοήρθε στο Άγιο Όρος γύρω στο 958, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Μονής του Ζυγού, και έκανε τη πρώτη ασκητική του δοκιμασία υπό την επίβλεψη ενός γέροντος μοναχού της περιοχής. Όμως η πρώτη αναφορά του τοπωνυμίου «Ζυγός» γίνεται σε έγγραφο του 942, στο οποίο δεν προσδιορίζεται αν το όνομα αυτό αναφέρεται σε τοποθεσία, μοναστήρι ή οικισμό. Η πρώτη σαφής αναφορά για ύπαρξη της Μονής Ζυγού γίνεται το 992, όταν το μοναστήρι ήταν ήδη ένα σημαντικό μοναστικό κέντρο με σαφή ρόλο στη λειτουργία της Αθωνικής πολιτείας.
Το 1018μ.Χ. όταν ηγούμενος ήταν ο Νύφων αυξήθηκε η περιουσία της Μονής με την χορήγηση εκτάσεων από την Αγιορείτικη κοινότητα. Την ίδια περίοδο επεκτάθηκε το κτιριακό συγκρότημα και κτίσθηκε το νέο Καθολικό (κεντρικός ναός), το οποίο έχει εντοπισθεί και αποτελεί βασικό στόχο στην ανασκαφική και αναστηλωτική προσπάθεια που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Κατά τον 11ο αιώνα η Μονή του Ζυγού ήταν ένα από τα σημαντικότερα Αγιορείτικα μοναστήρια με υψηλή θέση στην ιεραρχία των μονών. Φαίνεται, ότι μέσα σε έναν αιώνα ολοκληρώθηκε το κτιριακό συγκρότημα, όπως διακρίνεται σήμερα μετά την ανασκαφική έρευνα. Πρόκειται για ένα πεντάπλευρο περίπου κάστρο, ενισχυμένο από δέκα ή έντεκα πύργους, το οποίο περικλείει έκταση 5,5 στρεμμάτων. Το κάστρο αποτελείται από πέντε, τουλάχιστον, οικοδομικές φάσεις, όλες παλαιότερες του 1211. Για λόγους που δε γνωρίζουμε, στα τέλη του 12ου αιώνα η Μονή του Ζυγού ήταν έρημη και με χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Αγγέλου Κομνηνού παραχωρήθηκε μαζί με τα μετόχια της στην επανασυσταθείσα Μονή Χιλανδαρίου. Γύρω στο 1206, φαίνεται ότι είχε εγκατασταθεί στο κάστρο του Ζυγού ένας Φράγκος άρχοντας με τους στρατιώτες του, ο οποίος εξορμούσε από εκεί και λεηλατούσε το Άγιον Όρος, ώσπου, περί το 1211, με παρέμβαση του Πάπα της Ρώμης εκδιώχθηκε από την περιοχή. Γι' αυτόν το λόγο τα ερείπια της Μονής είναι γνωστά σήμερα ως "Φραγκόκαστρο". Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της η μονή ήταν αφιερωμένη στον Προφήτη Ηλία.
Η εγκατάλειψη και η απόληψη λίθων για οικοδομικό υλικό που ακολούθησε μετέτρεψαν το μοναστήρι σε έναν θλιβερό σωρό ερειπίων, ο οποίος συνέχισε να αποτελεί πηγή οικοδομικών υλικών για τους κατοίκους της περιοχής μέχρι το 1980. Μέσα και γύρω από το μοναστήρι λειτουργούσαν έξι ασβεστοκάμινοι. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι από εδώ προήλθε ο ασβέστης που χρειάστηκε για να κτισθεί το κτίριο του Ξενία στην Ουρανούπολη, το 1960.
Πολύτιμες πληροφορίες για τη μονή αντλούμε από τα αρχεία της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η οποία είναι υπεύθυνη για την αρχαιολογική έρευνα. Με τις τελευταίες ανασκαφικές έρευνες διαπιστώθηκε ότι η Μονή κτίσθηκε σε θέση όπου προϋπήρχαν εγκαταστάσεις από τον 4ον π.Χ. μέχρι και τον 6ον μ.Χ. αιώνα. Το κτιριακό συγκρότημα της αποτελείται από τον παλαιό πυρήνα (τον δυτικό), ο οποίος διπλασιάσθηκε με επέκταση προς ανατολάς. Το Καθολικό βρίσκεται στην επέκταση, άρχισε να κτίζεται κατά το πρώτο μισό του 11ου αιώνα. Αποτελείται από τέσσερις σαφώς διακρινόμενες οικοδομικές φάσεις: Αρχικώς οικοδομήθηκε ο σύνθετος τετρακιόνιος κυρίως ναός, με τον στενό νάρθηκά του. Σε δεύτερη φάση προστέθηκε το βόρειο παρεκκλήσι με τον κτητορικό τάφο, στην τρίτη προστέθηκε ο εξωνάρθηκας και στην τέταρτη το νότιο μονόχωρο τρουλλαίο παρεκκλήσι με τον κτητορικό, επίσης, τάφο. Ακολούθησε η κατασκευή των τριών επισήμων τάφων σε επαφή με τον νότιο τοίχο του Καθολικού. Πρόκειται για σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, με δύο ταφικά παρεκκλήσια.
Οι τοιχοποιίες του ναού σώζονται σε ύψος 2-4 μέτρων. Τα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη του, έργα περίτεχνα, λεηλατήθηκαν μερικώς σε πολύ πρώιμη φάση και τα περισσότερα από όσα έμειναν ήταν διαμελισμένα. Οι τέσσερις κίονες, που συγκρατούσαν τον τρούλο, λείπουν, όμως διατηρείται στην θέση του, σχεδόν ακέραιο, το μαρμάρινο διάφραγμα του βορείου δίλοβου ανοίγματος του κυρίως ναού.
Το εσωτερικό του ναού ήταν επιχρισμένο με λεπτόκοκκο πατητό ασβεστοκονίαμα και ήταν τοιχογραφημένο. Στον νάρθηκα διατηρήθηκαν τμήματα από την μεγάλη παράσταση του Ευαγγελισμού και διάλιθοι σταυροί, ενώ στην κόγχη της προθέσεως του νότιου παρεκκλησίου αποκαλύφθηκαν δύο στρώματα τοιχογραφιών, με την ίδια παράσταση, ενός ολόσωμου ιεράρχη, πιθανώς του αγίου Νικολάου.
Στα δάπεδα του Καθολικού και του βόρειου παρεκκλησίου υπάρχουν εξαιρετικής τέχνης μαρμαροθετήματα, προφανώς έργα του 11ου αιώνα, τα οποία σώζονται σε ικανοποιητική κατάσταση.
Κατά τον 16ον- 17ον αιώνα, όταν το Καθολικό ήταν μισοερειπωμένο, εγκαταστάθηκε ένα συγκρότημα ελαιουργείου στον νάρθηκα. Ένα δεύτερο ελαιουργείο εγκαταστάθηκε, την ίδια εποχή, σε ένα ερειπωμένο, ήδη τότε, κτίριο στην αυλή της Μονής , αλλά η λειτουργία τους σταμάτησε πριν το 1858.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως πολλά ευρήματα, ενώ οι ανασκαφικές και αναστηλωτικές εργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη. Τα σημαντικότερα κινητά ευρήματα της Μονής του Ζυγού είναι ο μαρμάρινος αρχιτεκτονικός διάκοσμος καθώς και τα μαρμαροθετημένα ψηφιδωτά δάπεδα, χαρακτηριστικό της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Επίσης από τα ανασκαφικά μικροευρήματα, ξεχωρίζουν τρία μολυβδόβουλα του 11ου αιώνα, κλείστρα βιβλίων, ένα αργυρό επίχρυσο μετάλλιο με χαρακτή παράσταση της αγίας Παρασκευής, μία μικροσκοπική σφραγίδα, εγκόλπιο με παράσταση Αρχαγγέλου, υάλινες ψηφίδες από εντοίχιο ψηφιδωτό, χάλκινες βελόνες και δακτυλήθρες, μαχαίρια, νομίσματα 11ου και 12ου αιώνα, εφυαλωμένη κεραμική και γυάλινα αγγεία της ίδιας εποχής.